σίκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σίκλα < αρχαία ελληνική σίκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σίκλα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία
- "Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαίαν και την νέαν ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων και τινών άλλων υπομνημάτων αυτοσχέδιος συναγωγή, Τόμος 2, Εν Παρισίοις 1829, σελ. 162