σέσσος
Ετυμολογία
επεξεργασία- σέσσος < (λόγιο δάνειο) λατινική sessus < → δείτε το ρήμα sedeo
Ουσιαστικό
επεξεργασίασέσσος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σενζάτον, νόμισμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τον Χριστό να κάθεται σε θρόνο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 984 - ⌘ Σοφοκλής (Ευαγγελινός Αποστολίδης) Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods from B.C. 146 to A.D. 1100, New York, C. Scribner's sons, 1900 (1η έκδ.1887)