Ετυμολογία

επεξεργασία
σέσσος < (λόγιο δάνειο) λατινική sessus < → δείτε το ρήμα sedeo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέσσος αρσενικό

  • θρόνος του αυτοκράτορα (σε χρήση στο Βυζάντιο, για το κάθισμα του αυτοκράτορα στις ιπποδρομίες)[1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σενζάτον, νόμισμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τον Χριστό να κάθεται σε θρόνο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 984 - Σοφοκλής (Ευαγγελινός Αποστολίδης) Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods from B.C. 146 to A.D. 1100, New York, C. Scribner's sons, 1900 (1η έκδ.1887)