Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σάρκωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
σάρκωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
σαρκώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
σαρκώνω