Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σάρκωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σαρκώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σαρκώνω