Ετυμολογία

επεξεργασία
ρότσα < γαλλική roche (βράχος, πέτρα)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  • ρότσα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
  • σελ. 879 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄