Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρυμοτόμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ρυμοτόμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ρυμοτομώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ρυμοτομώ