Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ριψοκινδύνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ριψοκινδύνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ριψοκινδυνεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ριψοκινδυνεύω