Ετυμολογία

επεξεργασία
ριταρντάντο < ιταλική ritardando (καθυστερώντας) < ritardare (καθυστερώ)

  Επίρρημα

επεξεργασία

ριταρντάντο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία