ραγολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραγολογώ < ελληνιστική κοινή ῥαγολογῶ συνηρημένη μορφή του ῥαγολογέω < ῥαγολόγος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾa.ɣo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐γο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαραγολογώ, πρτ.: ραγολογούσα, αόρ.: ραγολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- συλλέγω τα μικρά σταφύλια ή τσαμπιά από την κληματαριά
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ραγολογώ | ραγολογούσα | θα ραγολογώ | να ραγολογώ | ραγολογώντας | |
β' ενικ. | ραγολογείς | ραγολογούσες | θα ραγολογείς | να ραγολογείς | (ραγολόγει) | |
γ' ενικ. | ραγολογεί | ραγολογούσε | θα ραγολογεί | να ραγολογεί | ||
α' πληθ. | ραγολογούμε | ραγολογούσαμε | θα ραγολογούμε | να ραγολογούμε | ||
β' πληθ. | ραγολογείτε | ραγολογούσατε | θα ραγολογείτε | να ραγολογείτε | ραγολογείτε | |
γ' πληθ. | ραγολογούν(ε) | ραγολογούσαν(ε) | θα ραγολογούν(ε) | να ραγολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ραγολόγησα | θα ραγολογήσω | να ραγολογήσω | ραγολογήσει | ||
β' ενικ. | ραγολόγησες | θα ραγολογήσεις | να ραγολογήσεις | ραγολόγησε | ||
γ' ενικ. | ραγολόγησε | θα ραγολογήσει | να ραγολογήσει | |||
α' πληθ. | ραγολογήσαμε | θα ραγολογήσουμε | να ραγολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ραγολογήσατε | θα ραγολογήσετε | να ραγολογήσετε | ραγολογήστε | ||
γ' πληθ. | ραγολόγησαν ραγολογήσαν(ε) |
θα ραγολογήσουν(ε) | να ραγολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ραγολογήσει | είχα ραγολογήσει | θα έχω ραγολογήσει | να έχω ραγολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ραγολογήσει | είχες ραγολογήσει | θα έχεις ραγολογήσει | να έχεις ραγολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ραγολογήσει | είχε ραγολογήσει | θα έχει ραγολογήσει | να έχει ραγολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ραγολογήσει | είχαμε ραγολογήσει | θα έχουμε ραγολογήσει | να έχουμε ραγολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ραγολογήσει | είχατε ραγολογήσει | θα έχετε ραγολογήσει | να έχετε ραγολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ραγολογήσει | είχαν ραγολογήσει | θα έχουν ραγολογήσει | να έχουν ραγολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραγολογώ
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)