ραβδώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραβδώνω < ελληνιστική κοινή ῥαβδόομαι + -ώνω < αρχαία ελληνική ῥάβδος
Ρήμα
επεξεργασίαραβδώνω
- σχηματίζω ραβδώσεις ή συμβάλλω στον σχηματισμό τους
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ραβδώνω | ράβδωνα | θα ραβδώνω | να ραβδώνω | ραβδώνοντας | |
β' ενικ. | ραβδώνεις | ράβδωνες | θα ραβδώνεις | να ραβδώνεις | ράβδωνε | |
γ' ενικ. | ραβδώνει | ράβδωνε | θα ραβδώνει | να ραβδώνει | ||
α' πληθ. | ραβδώνουμε | ραβδώναμε | θα ραβδώνουμε | να ραβδώνουμε | ||
β' πληθ. | ραβδώνετε | ραβδώνατε | θα ραβδώνετε | να ραβδώνετε | ραβδώνετε | |
γ' πληθ. | ραβδώνουν(ε) | ράβδωναν ραβδώναν(ε) |
θα ραβδώνουν(ε) | να ραβδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράβδωσα | θα ραβδώσω | να ραβδώσω | ραβδώσει | ||
β' ενικ. | ράβδωσες | θα ραβδώσεις | να ραβδώσεις | ράβδωσε | ||
γ' ενικ. | ράβδωσε | θα ραβδώσει | να ραβδώσει | |||
α' πληθ. | ραβδώσαμε | θα ραβδώσουμε | να ραβδώσουμε | |||
β' πληθ. | ραβδώσατε | θα ραβδώσετε | να ραβδώσετε | ραβδώστε | ||
γ' πληθ. | ράβδωσαν ραβδώσαν(ε) |
θα ραβδώσουν(ε) | να ραβδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ραβδώσει | είχα ραβδώσει | θα έχω ραβδώσει | να έχω ραβδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ραβδώσει | είχες ραβδώσει | θα έχεις ραβδώσει | να έχεις ραβδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ραβδώσει | είχε ραβδώσει | θα έχει ραβδώσει | να έχει ραβδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ραβδώσει | είχαμε ραβδώσει | θα έχουμε ραβδώσει | να έχουμε ραβδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ραβδώσει | είχατε ραβδώσει | θα έχετε ραβδώσει | να έχετε ραβδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ραβδώσει | είχαν ραβδώσει | θα έχουν ραβδώσει | να έχουν ραβδώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραβδώνω
|