πώχουν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πώχουν < απόδοση της παλιότερης μορφής πὤχουν κατά τη μεταγραφή της στο μονοτονικό, αποτέλεσμα κράσης του αναφορικού που με το ρήμα ἔχω· η γραφή με ω κατ' αναλογία προς αντίστοιχους σχηματισμούς της αρχαίας ελληνικής, πχ καί ὅσοι > χὥσοι
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
πώχουν
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
- πόχουν
- πο 'χουν