Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροβόλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πυροβόλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πυροβολώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πυροβολώ