πτώχευσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πτώχευσις (μαρτυρείται από το 1840) [1] < πτωχεύ(ζω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώχευσις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η πτώχευση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 870, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου