Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτώχευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πτώχευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πτωχεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πτωχεύω