Ετυμολογία

επεξεργασία
πρύμνηθεν < πρύμνη

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρύμνηθεν (λόγιο)

  1. (ναυτικός όρος): προς την, ή από την, πρύμνη, πίσω
    πρύμνηθεν πυροβόλου (= πίσω από το πυροβόλο)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία