πρόστρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρόστρατος αρσενικό
- (ναυτικός όρος): αυτός που κατατάσσεται στις ένοπλες δυνάμεις και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία πριν να κληθεί η κλάση του.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόστρατος
|