πρωτολειτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρωτολειτουργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτολειτουργώ | πρωτολειτουργούσα | θα πρωτολειτουργώ | να πρωτολειτουργώ | πρωτολειτουργώντας | |
β' ενικ. | πρωτολειτουργείς | πρωτολειτουργούσες | θα πρωτολειτουργείς | να πρωτολειτουργείς | (πρωτολειτούργει) | |
γ' ενικ. | πρωτολειτουργεί | πρωτολειτουργούσε | θα πρωτολειτουργεί | να πρωτολειτουργεί | ||
α' πληθ. | πρωτολειτουργούμε | πρωτολειτουργούσαμε | θα πρωτολειτουργούμε | να πρωτολειτουργούμε | ||
β' πληθ. | πρωτολειτουργείτε | πρωτολειτουργούσατε | θα πρωτολειτουργείτε | να πρωτολειτουργείτε | πρωτολειτουργείτε | |
γ' πληθ. | πρωτολειτουργούν(ε) | πρωτολειτουργούσαν(ε) | θα πρωτολειτουργούν(ε) | να πρωτολειτουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτολειτούργησα | θα πρωτολειτουργήσω | να πρωτολειτουργήσω | πρωτολειτουργήσει | ||
β' ενικ. | πρωτολειτούργησες | θα πρωτολειτουργήσεις | να πρωτολειτουργήσεις | πρωτολειτούργησε | ||
γ' ενικ. | πρωτολειτούργησε | θα πρωτολειτουργήσει | να πρωτολειτουργήσει | |||
α' πληθ. | πρωτολειτουργήσαμε | θα πρωτολειτουργήσουμε | να πρωτολειτουργήσουμε | |||
β' πληθ. | πρωτολειτουργήσατε | θα πρωτολειτουργήσετε | να πρωτολειτουργήσετε | πρωτολειτουργήστε | ||
γ' πληθ. | πρωτολειτούργησαν πρωτολειτουργήσαν(ε) |
θα πρωτολειτουργήσουν(ε) | να πρωτολειτουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωτολειτουργήσει | είχα πρωτολειτουργήσει | θα έχω πρωτολειτουργήσει | να έχω πρωτολειτουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωτολειτουργήσει | είχες πρωτολειτουργήσει | θα έχεις πρωτολειτουργήσει | να έχεις πρωτολειτουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτολειτουργήσει | είχε πρωτολειτουργήσει | θα έχει πρωτολειτουργήσει | να έχει πρωτολειτουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτολειτουργήσει | είχαμε πρωτολειτουργήσει | θα έχουμε πρωτολειτουργήσει | να έχουμε πρωτολειτουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτολειτουργήσει | είχατε πρωτολειτουργήσει | θα έχετε πρωτολειτουργήσει | να έχετε πρωτολειτουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτολειτουργήσει | είχαν πρωτολειτουργήσει | θα έχουν πρωτολειτουργήσει | να έχουν πρωτολειτουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτολειτουργώ
|