πρωινός τύπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπρωινός τύπος αρσενικό
- ο άνθρωπος που ξυπνά νωρίς το πρωί και είναι ευδιάθετος και έτοιμος για δουλειά
- ο Γιάννης δεν είναι και πολύ πρωινός τύπος, ξυπνάει πάντα με τις μεγάλες ώρες
- οι εφημερίδες που κυκλοφορούν στα περίπτερα νωρίς το πρωί, σε αντίθεση με αυτές που κυκλοφορούν συνήθως μετά τις 11:00 και αποκαλούνται απογευματινός τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωινός τύπος
|