Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προόδευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
προόδευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
προοδεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
προοδεύω