Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσπίπτω < αρχαία ελληνική προσπίπτω

προσπίπτω

  • ενεστ. προσπίπτω, παρατ. προσέπιπτα, μέλλ. στ. και εξακ. θα προσπέσω, θα προσπέφτω και θα προσπίπτω, αόριστος προσέπεσα , παρακ. έχω προσπέσει, μετοχή προσπέφτοντας, προσπίπτοντας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσπίπτω < πρός και πίπτω

προσπίπτω ( & προσπίτνω)

  1. πέφτω με λαχτάρα πάνω σε κάποιον, από αγάπη
    ἔπειτα μέλλεις προσπίτνειν τοῖς φιλτάτοις; (και διστάζεις να πέσεις στην αγκαλιά του αγαπημένου σου;)
  2. πέφτω πάνω σε άλλα απανωτά
    πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντές ὤλλυσαν (συχνά τους χτυπούσαν με πέτρες που πετούσαν με τα χέρια και με βέλη που συνέχιζαν να πέφτουν επάνω τους και βλάπτοντάς τους)
    μάταν μόχθος ἔρρει τέκνων, μάταν ἄρα γένος φίλιον ἔτεκες, ὦ κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν. Δειλαία, τί σοι φρενοβαρὴς χόλος προσπίτνει καὶ ζαμενὴς <φόνου> φόνος ἀμείβεται; (μάταια μεγάλωσες τα παιδιά σου, μάταια γέννησες τα αγαπημένα σου παιδιά, εσύ που άφησες πίσω σου το βαθυγάλανο εχθρικο πέρασμα που χτυπιώνται οι Συμπληγάδες. Δυστυχισμένη, γιατί τόση πικρία πέφτει επάνω σου και βαραινει το μυαλο σου και το ένα άγριο έγκλημα φέρνει το άλλο; Ευρ. Μήδεια, 1261)
  3. πέφτω πάνω σε κάποιον, συνήθως στα γόνατά του, αλλά και στα δικά μου, για να τον παρακαλέσω
    προσπίτνω σε γόνασι,
    γονυπετεῖς ἕδρας προσπίπτω
    προσπίτνω σε μὴ θανεῖν (σε ικετεύω να ζήσω)