Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκόμισις < προσκομί(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσκόμισις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία