Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσεταιριστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεταιρίζομαι
  2. θα προσεταιριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεταιρίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προσεταιρίζομαι