προσεταιριστείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσεταιριστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσεταιρίζομαι
- θα προσεταιριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσεταιρίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προσεταιρίζομαι