προσαιγιαλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροσαιγιαλώνομαι
- (λόγιο) προσγειώνομαι σε αιγιαλό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσαιγιαλώνομαι | προσαιγιαλωνόμουν(α) | θα προσαιγιαλώνομαι | να προσαιγιαλώνομαι | ||
β' ενικ. | προσαιγιαλώνεσαι | προσαιγιαλωνόσουν(α) | θα προσαιγιαλώνεσαι | να προσαιγιαλώνεσαι | (προσαιγιαλώνου) | |
γ' ενικ. | προσαιγιαλώνεται | προσαιγιαλωνόταν(ε) | θα προσαιγιαλώνεται | να προσαιγιαλώνεται | ||
α' πληθ. | προσαιγιαλωνόμαστε | προσαιγιαλωνόμαστε προσαιγιαλωνόμασταν |
θα προσαιγιαλωνόμαστε | να προσαιγιαλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | προσαιγιαλώνεστε | προσαιγιαλωνόσαστε προσαιγιαλωνόσασταν |
θα προσαιγιαλώνεστε | να προσαιγιαλώνεστε | (προσαιγιαλώνεστε) | |
γ' πληθ. | προσαιγιαλώνονται | προσαιγιαλώνονταν προσαιγιαλωνόντουσαν |
θα προσαιγιαλώνονται | να προσαιγιαλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσαιγιαλώθηκα | θα προσαιγιαλωθώ | να προσαιγιαλωθώ | προσαιγιαλωθεί | ||
β' ενικ. | προσαιγιαλώθηκες | θα προσαιγιαλωθείς | να προσαιγιαλωθείς | προσαιγιαλώσου | ||
γ' ενικ. | προσαιγιαλώθηκε | θα προσαιγιαλωθεί | να προσαιγιαλωθεί | |||
α' πληθ. | προσαιγιαλωθήκαμε | θα προσαιγιαλωθούμε | να προσαιγιαλωθούμε | |||
β' πληθ. | προσαιγιαλωθήκατε | θα προσαιγιαλωθείτε | να προσαιγιαλωθείτε | προσαιγιαλωθείτε | ||
γ' πληθ. | προσαιγιαλώθηκαν προσαιγιαλωθήκαν(ε) |
θα προσαιγιαλωθούν(ε) | να προσαιγιαλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσαιγιαλωθεί | είχα προσαιγιαλωθεί | θα έχω προσαιγιαλωθεί | να έχω προσαιγιαλωθεί | προσαιγιαλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσαιγιαλωθεί | είχες προσαιγιαλωθεί | θα έχεις προσαιγιαλωθεί | να έχεις προσαιγιαλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσαιγιαλωθεί | είχε προσαιγιαλωθεί | θα έχει προσαιγιαλωθεί | να έχει προσαιγιαλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσαιγιαλωθεί | είχαμε προσαιγιαλωθεί | θα έχουμε προσαιγιαλωθεί | να έχουμε προσαιγιαλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσαιγιαλωθεί | είχατε προσαιγιαλωθεί | θα έχετε προσαιγιαλωθεί | να έχετε προσαιγιαλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσαιγιαλωθεί | είχαν προσαιγιαλωθεί | θα έχουν προσαιγιαλωθεί | να έχουν προσαιγιαλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσαιγιαλώνομαι
|