Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπενάλη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική propenal

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπενάλη θηλυκό ή ακρολεΐνη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία