Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προκατασκεύασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προκατασκευάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προκατασκευάζω