Ετυμολογία

επεξεργασία
προεσκεμμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεσκεμμένως < αρχαία ελληνική μετοχή προεσκεμμένος + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + εσκεμμένως.

  Επίρρημα

επεξεργασία

προεσκεμμένως (τροπικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου προεσκεμμένος + -ως του προσκέπτομαι και του προσκοποῦμαι, μέση φωνή του προσκοπέω / προσκοπώ. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ἐσκεμμένως.

  Επίρρημα

επεξεργασία

προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή)