προεσκεμμένως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεσκεμμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεσκεμμένως < αρχαία ελληνική μετοχή προεσκεμμένος + -ως. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + εσκεμμένως.
Επίρρημα
επεξεργασίαπροεσκεμμένως (τροπικό επίρρημα)
- (παρωχημένο) προσεκτικά, προμελετημένα, με προηγούμενη σκέψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεσκεμμένως
|
Πηγές
επεξεργασία- προεσκεμμένως — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετοχή παρακειμένου προεσκεμμένος + -ως του προσκέπτομαι και του προσκοποῦμαι, μέση φωνή του προσκοπέω / προσκοπώ. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ἐσκεμμένως.
Επίρρημα
επεξεργασίαπροεσκεμμένως (ελληνιστική κοινή)
- (τροπικό επίρρημα) προσεκτικά, προμελετημένα, με προηγούμενη σκέψη
Πηγές
επεξεργασία- προεσκεμμένως, προσκοπέω, προσκέπτομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.