προγραμματιστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρογραμματιστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγραμματίζομαι
- θα προγραμματιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγραμματίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προγραμματίζομαι