Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προγευμάτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
προγευμάτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
προγευματίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
προγευματίζω