Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pri.oˈni.zo.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρι‐ο‐νί‐ζο‐ντας

  Μετοχή επεξεργασία

πριονίζοντας άκλιτο