Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούθε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόθεν με επίδραση του πού[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

πούθε

  1. (λαϊκότροπο) από πού
    ※  Πούθε έρχεσαι, Φραγκίσκο μου; ρώτησε τέλος με ψυχοπόνια. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
    ※  κι από πούθε κατεβαίνει
    Βαγγελιώ μου η παινεμένη (τραγούδι: Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ)
  2. (λαϊκότροπο) πού
    ※  Έξω από την Αγία Αικατερίνη, στάθηκε μη ξέροντας πούθε να πάει. (Άγγελος Τερζάκης (1937) Η μενεξεδένια πολιτεία [μυθιστόρημα])

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία