πουργατόριον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουργατόριον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του πουργκατόριον: το πουργατόριο, το καθαρτήριο
Πηγές επεξεργασία
- πουργ(κ)ατόριον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .