Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτεντώνω < πολυ- + τεντώνω

  Ρήμα επεξεργασία

πολυτεντώνω (παθητική φωνή: πολυτεντώνομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία