πολυσχιδώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσχιδώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυσχιδῶς
Επίρρημα επεξεργασία
πολυσχιδώς
- καλύπτοντας πολλά πεδία
- πολυσχιδώς δραστήριος άνθρωπος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσχιδώς
|