Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμαθέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

πολυμαθέω-πολυμαθῶ

  1. γνωρίζω πολλά πράγματα, είμαι πολυμαθής
  2. μαθαίνω πολλά πράγματα