Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πλησίασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πλησιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πλησιάζω