Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλημμύρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πλημμύρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πλημμυρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πλημμυρίζω