πλατύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλατύνομαι, π.αόρ.: πλατύνθηκα, μτχ.π.π.: πεπλατυσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος πλατύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλατύνομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος πλατύνω