πλατινέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλατινέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική platiné[1]
Επίθετο επεξεργασία
πλατινέ άκλιτο
- που έχει το χρώμα του λευκόχρυσου, της πλατίνας (λαμπρό ξανθό προς ασημί)
- πλατινέ μαλλιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πλατινέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας