Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πλαστοπροσώπησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ