πλάστρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλάστρες θηλυκό
- αυτή που πλάθει, που δημιουργεί
- Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα./Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι/παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες./Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ' η γυναίκα, πάνε/τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,/του Λόγου και οι προφήτες./ Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα/και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια,/κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,/δεν βρίσκει την πυρή ψυχή (ψίχα) ψωμί για να το κάμει. (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά/ΠΡΟΛΟΓΟΣ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλάστρες
|