Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλάγιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πλάγιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πλαγιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πλαγιάζω