πιπίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιπίσκω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπιπίσκω
- (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον να πιει
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 90, @scaife.perseus
- Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, ἡμιονίδα κατακαύσας, καὶ κόψας λείην, διασήσας τε, διεὶς οἴνῳ, πίπισκε·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), 28, p.322 @scaife.perseus
- χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε, ὡς μὴ ταράσσῃ μᾶλλον τὸ σῶμα τοῦτον·
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 90, @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πιπίσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιπίσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.