Ετυμολογία

επεξεργασία
πιπίσκω < λείπει η ετυμολογία

πιπίσκω

  • (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον να πιει
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 90, @scaife.perseus
    Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, ἡμιονίδα κατακαύσας, καὶ κόψας λείην, διασήσας τε, διεὶς οἴνῳ, πίπισκε·
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, (De locis in homine), 28, p.322 @scaife.perseus
    χοληγαγὰ δὲ φάρμακα μὴ πίπισκε, ὡς μὴ ταράσσῃ μᾶλλον τὸ σῶμα τοῦτον·