Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πιπέρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πιπερίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πιπερίζω