Ετυμολογία

επεξεργασία
πιλοπωλεῖον < αρχαία ελληνική πῖλ(ος) + -o- + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιλοπωλεῖον ουδέτερο