Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πιλάτεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πιλατεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πιλατεύω