Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από το πιθανός + λόγος

  Ρήμα επεξεργασία

πιθανολογέω, πιθανολογῶ

  • χρησιμοποιώ πειστικά επιχειρήματα, προσπαθώ να πείσω

Δείτε επίσης επεξεργασία