πεσελί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεσελί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεσελί ουδέτερο
- (ιδιωματικό, ενδυμασία) το κεντητό γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας κερκυραϊκής ενδυμασίας (κυρίως ως νυφικό ένδυμα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεσελί
|