περιπαθώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιπαθώς < ελληνιστική κοινή περιπαθῶς < περιπαθής < περί + αρχαία ελληνική πάσχω
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριπαθώς
- (αρχαιοπρεπές) με περιπάθεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιπαθώς
|
περιπαθώς
|