πενθίμως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /penˈθi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεν‐θί‐μως
Επίρρημα επεξεργασία
πενθίμως
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του πένθιμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενθίμως
|
πενθίμως
|