πενέζης
Ετυμολογία
επεξεργασία- πενέζης < (άμεσο δάνειο) βενετική penèse
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενέζης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) υποναύκληρος, βοηθός τιμονιέρη
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ. 527, (527-530), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σ. 179—198
- οὐδὲ πενέζην εἴχαμεν νὰ βλέπῃ τὸ τιμώνιν,
οὐδὲ καὶ ὁ ποδότας μας μαγνήτην νὰ βασταίνῃ,
οὔτε τρανὸς οὔτε μικρὸς ναύτης κανεὶς οὐκ ἦτον,
νὰ ξεύρῃ ἄστρα νὰ κρατῇ αὐτὴν τὴν τρεμουντάνα,
- οὐδὲ πενέζην εἴχαμεν νὰ βλέπῃ τὸ τιμώνιν,
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ. 527, (527-530), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σ. 179—198
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- πενέζην (αιτιατική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- πενέζης σελ.331, Τόμος 15 & σελ.332, Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.