Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πελέκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πελέκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
πελεκίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
πελεκίζω